μπαρούτι

μπαρούτι
poudre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • μπαρουτιάζω — [μπαρούτι] μτφ. α) εξοργίζω β) εξοργίζομαι, εξάπτομαι …   Dictionary of Greek

  • μπαρούτη — η ης, και μπαρούτι, το ιού (λ. τουρκ.) 1. η πυρίτιδα. 2. φρ., «Μυρίζει μπαρούτι», για κίνδυνο που πρόκειται να έρθει· «Έγινε μπαρούτι», εξοργίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …   Dictionary of Greek

  • ανεμόμυλος — I Ιστορική τοποθεσία στο Μεσολόγγι. Κατά την Έξοδο κατέφυγε εκεί ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ μαζί με άλλους επτά άντρες. Αμύνθηκαν ηρωικά για δύο ημέρες, αλλά μπροστά στην αναπόφευκτη πτώση του Α. ο Ιωσήφ έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάχτηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • μπαρουτάδικο — το [μπαρούτι] εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας, πυριτιδοποιείο …   Dictionary of Greek

  • μπαρουτίλα — η [μπαρούτι] μυρωδιά μπαρουτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”